-
1 εξερειπω
1) валить, срубать(ὄζους δρυὸς πελέκει Pind.)
2) (только aor. 2) валиться, падать(δρῦς ἐξήριπε Hom.; ὑψόθεν Hes.)
κάπροι αὐχένας ἐξεριπόντες Hes. — кабаны с низко опущенными шеями
1 εξερειπω
(ὄζους δρυὸς πελέκει Pind.)
(δρῦς ἐξήριπε Hom.; ὑψόθεν Hes.)